νιτρωδῶν

νιτρωδῶν
νιτρώδης
like
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμύλιο — Μονοσθενής αλειφατική ρίζα, του τύπου C5H11. Υπάρχουν τόσες ρίζες α. όσες και οι αμυλικές αλκοόλες, αλλά οι πιο συνηθισμένες είναι του ισοαμυλίου, (CH3)2 CH CH2 CH2 και του τριτοταγούς α. (CH3)2 C C2H5. νιτρώδες α.Εστέρας του νιτρώδους οξέος, με… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

  • νιτρικοποίηση — η βιολ. ο μετασχηματισμός τού νιτρώδους οξέος ή τών νιτρωδών σε νιτρικό οξύ ή σε νιτρικά …   Dictionary of Greek

  • νιτρωδορεδουκτάση — η (βιοχ.) ενζυμικό σύστημα που καταλύει στα φυτά και στα φύκη την αναγωγή τών νιτρωδών αλάτων προς αμμωνία …   Dictionary of Greek

  • αναερόβιοι οργανισμοί — Οργανισμοί που κατορθώνουν να μεγαλώνουν παρά την απουσία ελεύθερου οξυγόνου. Ορισμένα βακτήρια έχουν την ικανότητα να παρουσιάζουν αναπνευστικό μεταβολισμό κάτω από εντελώς αναερόβιες συνθήκες, χρησιμοποιώντας θειικές και νιτρικές ενώσεις, καθώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”